- γενοτυφία
- ηαλαζονεία που δείχνει κάποιος για την αριστοκρατική καταγωγή τής γενιάς του.[ΕΤΥΜΟΛ. < γένος + τύφος «αλαζονεία, έπαρση». Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek